Το έργο αυτό είναι μια μπαγκατέλα σε λα ελάσσονα για πιάνο, πασίγνωστη ως «Fur Elise».
Τώρα, η λέξη μπαγκατέλα σημαίνει στη μουσική ένα μικρό μουσικό κομμάτι, συνήθως για πιάνο, ανάλαφρου και πνευματώδους χαρακτήρα. Κυριολεκτικά, μια σύντομη ανεπιτήδευτη οργανική σύνθεση, που αφορά το ύφος του κομματιού. [Γενικώς, στα ιταλικά η λέξη σημαίνει κάτι μικρό και ασήμαντο αλλά και μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, οι Γάλλοι έχουν ένα είδος προφιτερόλ που το λένε μπαγκατέλ, είναι επίσης ένα παιχνίδι του μπιλιάρδου, και στα ελληνικά σημαίνει ό,τι πιο ευτελές).
Τώρα, η λέξη μπαγκατέλα σημαίνει στη μουσική ένα μικρό μουσικό κομμάτι, συνήθως για πιάνο, ανάλαφρου και πνευματώδους χαρακτήρα. Κυριολεκτικά, μια σύντομη ανεπιτήδευτη οργανική σύνθεση, που αφορά το ύφος του κομματιού. [Γενικώς, στα ιταλικά η λέξη σημαίνει κάτι μικρό και ασήμαντο αλλά και μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, οι Γάλλοι έχουν ένα είδος προφιτερόλ που το λένε μπαγκατέλ, είναι επίσης ένα παιχνίδι του μπιλιάρδου, και στα ελληνικά σημαίνει ό,τι πιο ευτελές).
Αυτό το μικρό κομμάτι, όχι παραπάνω από τέσσερα λεπτά, άραγε μπορεί να χαρακτηρισθεί μπαγκατέλα;
Είναι σίγουρα το ίδιο αναγνωρίσιμο όσο η 5η Συμφωνία και η 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, μην πούμε περισσότερο. Ακόμη και να μην την έχουμε ακούσει ως κλασικό κομμάτι, σίγουρα τη συναντήσαμε κάπου στην τηλεόραση, στις διαφημίσεις, και όπου αλλού.
Είναι σίγουρα το ίδιο αναγνωρίσιμο όσο η 5η Συμφωνία και η 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, μην πούμε περισσότερο. Ακόμη και να μην την έχουμε ακούσει ως κλασικό κομμάτι, σίγουρα τη συναντήσαμε κάπου στην τηλεόραση, στις διαφημίσεις, και όπου αλλού.
Το έργο είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη:
A-B-A-C-A. Αρχίζει με το κεντρικό θέμα, μια απλή μελαγχολική μελωδία παιγμένη γλυκά, στη συνέχεια, σύντομα ανεβάζει κλίμακα, ξαναγυρίζει στο κεντρικό θέμα, προχωράει σε πιο ταραχώδη ρυθμό μέχρι να επιστρέψει στο κυρίως θέμα. Πιστεύεται ότι ο Μπετόβεν είχε σκοπό να συμπληρώσει αυτό το μικρό κομμάτι σε μια σειρά από μπαγκατέλες.
Δεν είναι γνωστό για ποιαν Ελίζα έχει γράψει ο μεγάλος μουσουργός. Γι’ αυτό έχουν επικρατήσει πολλές απόψεις.
Ως τώρα οι ειδικοί μελετητές του Μπετόβεν πίστευαν βάσιμα ότι το έργο γράφτηκε για την 18χρονη Τερέζα Μαλφάτι φον Ρόρενμπαχ τσου Ντέτσα, στην οποία ο 40χρονος τότε Γερμανός μουσουργός είχε κάνει πρόταση γάμου, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του και παντρεύτηκε έναν Αυστριακό ευγενή.
Επειδή το έργο εκδόθηκε τελικά το 1865, τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατο του μεγάλου συνθέτη,θεωρείται ότι ο μουσικολόγος Λούντβιχ Νολ αντέγραψε λανθασμένα «Ελίζα» αντί «Τερέζα», εξαιτίας του κακού γραφικού χαρακτήρα του Μπετόβεν.
Επειδή το έργο εκδόθηκε τελικά το 1865, τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατο του μεγάλου συνθέτη,θεωρείται ότι ο μουσικολόγος Λούντβιχ Νολ αντέγραψε λανθασμένα «Ελίζα» αντί «Τερέζα», εξαιτίας του κακού γραφικού χαρακτήρα του Μπετόβεν.
Η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ |
Στο σπίτι του Μπετόβεν βρέθηκε σε ένα συρτάρι η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, μια επιστολή που γράφτηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1802 και απευθύνεται προς τους αδελφούς του, με την ένδειξη να ανοιχτεί και να εκτελεστεί μετά τον θάνατό του (1827). Είναι γεμάτη απόγνωση από την αυξανόμενη απώλεια της ακοής του, αλλά και δύναμη την οποία αντλεί από την επίγνωση του τεράστιου ταλέντου του, και το πάθος του να εκπληρώσει το καλλιτεχνικό του πεπρωμένο. Επίσης, μέσα σε αυτό το συρτάρι υπήρχαν και δύο μικρών διαστάσεων πορτρέτα γυναικών, συνοδευόμενα από μία επιστολή προς την «αθάνατη πολυαγαπημένη». Το κείμενο αυτό έχει προκαλέσει αμέτρητες εικασίες αναφορικά με την ταυτότητα της μυστηριώδους αυτής γυναίκας, αλλά κανείς δεν μπορεί να καταλήξει σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα και μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί ούτε σε ποιες γυναίκες ανήκουν αυτά τα πορτρέτα.
H ταυτότητα, λοιπόν, του προσώπου που ενέπνευσε τον συνθέτη στο εν λόγω έργο έχει «ταλαιπωρήσει» κατά καιρούς τους ειδικούς, δεδομένου μάλιστα ότι το πρωτότυπο χειρόγραφο έχει χαθεί. Ωστόσο, όπως αναφέρει προσφάτως η βρετανική εφημερίδα «Daily Τelegraph», ο εξειδικευμένος στο έργο του Μπετόβεν Γερμανός μουσικολόγος Κλάους Μάρτιν Κόπιτζ υποστηρίζει ότι ανακάλυψε το πραγματικό όνομα της γυναίκας που χάρισε την έμπνευση στον Μπετόβεν, ανατρέποντας τις προηγούμενες θεωρίες που είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Πρόκειται, σύμφωνα με την άποψη του μελετητή, για τη Γερμανίδα λυρική τραγουδίστρια Ελίζαμπετ Ρόκελ, αδελφή του τενόρου Γιόζεφ Άουγκουστ Ρόκελ, τον οποίο ο Μπετόβεν είχε διευθύνει στην όπερά του «Φιντέλιο» το 1806. Βαπτισμένη Μαρία Έβα Ελίζε, η γυναίκα ακολούθησε τον αδελφό της στη Βιέννη και κατάφερε να ενταχθεί στον φιλικό κύκλο του Μπετόβεν. Γνώρισε προσωπική επιτυχία ως υψίφωνος, ενώ αργότερα παντρεύτηκε τον συνθέτη Γ. Ν. Χούμελ, τον οποίο κατόπιν ακολούθησε στη Στουτγάρδη και στη Βαϊμάρη. «Είναι γνωστό ότι, όταν ο Μπετόβεν έγραψε το συγκεκριμένο έργο το 1810, οι δυο τους ήταν στενοί φίλοι» δηλώνει ο Κόπιτζ. «Παράλληλα» συνεχίζει «είναι γνωστό ότι μετά τον θάνατο του συνθέτη, το 1827, απέκτησε μια μπούκλα από τα μαλλιά του και μια από τις τελευταίες πένες του».
Στοιχεία ελήφθησαν και από την εφημ. «Το Βήμα» (3.7.2009)
Fur Elise
Fur Elise
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου