(Σμύρνη 1903 - Αθήνα 1959). Συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης. Γιος του Δημήτρη (Χρήστου το πραγματικό επώνυμο) από την Άνδρο και της Αναστασίας από τη Σάμο.
Σε μικρή ηλικία άρχισε μαθήματα πιάνου και ακορντεόν σε ωδείο, ενώ μιλούσε γαλλικά και τούρκικα. Σε ηλικία 17 ετών αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους. Η οικογένειά του φεύγει από τη Σμύρνη το 1922 και εγκαθίσταται στην Τζια. Ο ίδιος, με τη βοήθεια του επίσης αιχμάλωτου θείου του, δραπετεύει και μετά από έναν χρόνο καταφέρνει να βρει τους δικούς του.
Η οικογένεια παίρνει προσφυγικό σπίτι και μετακομίζει στο Τουρκολίμανο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 γνωρίζεται με τον Στράτο Παγιουμτζή (συγγενής της γυναίκας του Γαρυφαλλιάς) και τους υπόλοιπους της «Τετράδας του Πειραιά» ενώ υπήρξε στενός φίλος με τον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Εξαιρετικός συνθέτης και ερμηνευτής, μπορεί να θεωρηθεί η φωνή της Σμύρνης στο πειραιώτικο ρεμπέτικο. Η πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία ήταν το 1937 με το Δεν ξέρω τι γυρεύεις σε μουσική Ευάγγελου Γρυπάρη και στίχους Μίνου Μάτσα, όπου τραγουδά μαζί με τον συνθέτη. Ακολούθησε, το 1938, ο πρώτος δίσκος με τα δικά του τραγούδια Γιατί σκληρή και άπονη και Έχω βαθιά τον πόνο.
Ηχογράφησε πάνω από 150 τραγούδια, εκ των οποίων περίπου 80 ήταν δικές του συνθέσεις, όπως τα Αμαξάς, Καϊξής, Το μαγκαλάκι, Ας μην ξημέρωνε ποτέ, Φτώχεια, Μαυροφόρα, Μάρω, ενώ τραγούδησε και τραγούδια των Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Περιστέρη, Καπλάνη κ.ά.
Ανεπανάληπτες υπήρξαν οι διφωνίες του με τον Μάρκο Βαμβακάρη σε τραγούδια όπως Δεν σε θέλω, Μινόρε της αυγής, ο Αντώνης ο Βαρκάρης, Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα, Με πολεμάς μπαμπέσικα, Βεργούλες, Πολίτισσα, Φάνταζες σαν πριγκιπέσα, Χριστίνα, Είμαι απόψε στα μεράκια και πολλά άλλα.
Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ενεργό μέλος της Αντίστασης. Από το 1953 πέρασε, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες, στο περιθώριο. Επιβίωνε κάνοντας περιοδείες ανά την Ελλάδα. Το 1957 ετοιμαζόταν να φύγει για εμφανίσεις στην Αμερική, δεν πρόλαβε όμως, καθώς αρρώστησε από καρκίνο στους πνεύμονες. Πέθανε σε ηλικία μόλις 55 χρόνων, στις 5 Ιουνίου 1959.
Ένα από τα ομορφότερα ερωτικά ρεμπέτικα τραγούδια, ερμηνευμένο συγκλονιστικά από τον ίδιο τον συνθέτη και από τον πρώτο του εξάδελφο και πολύ αξιόλογο τραγουδιστή Ευάγγελο Χατζηχρήστο.
Το καταπληκτικό, ανατολίτικου ύφους, τραγούδι μάς μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη της οθωμανικής περιόδου. Χρησιμοποιώντας ως κέλευσμα την επωδό γκελ, γκελ (έλα, έλα) καϊξή, από την όπερα του Αρμένιου μουσικοσυνθέτη Ντικράν (ή Τιγράν) Τσουχατζιάν Λεμπλεμπιτζή Χορ-Χορ Αγάς, πλάθει ένα μοναδικό μελωδικό τραγούδι, το σημαντικότερο ρεμπέτικο αυτής της θεματολογίας.
Σε μικρή ηλικία άρχισε μαθήματα πιάνου και ακορντεόν σε ωδείο, ενώ μιλούσε γαλλικά και τούρκικα. Σε ηλικία 17 ετών αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους. Η οικογένειά του φεύγει από τη Σμύρνη το 1922 και εγκαθίσταται στην Τζια. Ο ίδιος, με τη βοήθεια του επίσης αιχμάλωτου θείου του, δραπετεύει και μετά από έναν χρόνο καταφέρνει να βρει τους δικούς του.
Η οικογένεια παίρνει προσφυγικό σπίτι και μετακομίζει στο Τουρκολίμανο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 γνωρίζεται με τον Στράτο Παγιουμτζή (συγγενής της γυναίκας του Γαρυφαλλιάς) και τους υπόλοιπους της «Τετράδας του Πειραιά» ενώ υπήρξε στενός φίλος με τον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Εξαιρετικός συνθέτης και ερμηνευτής, μπορεί να θεωρηθεί η φωνή της Σμύρνης στο πειραιώτικο ρεμπέτικο. Η πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία ήταν το 1937 με το Δεν ξέρω τι γυρεύεις σε μουσική Ευάγγελου Γρυπάρη και στίχους Μίνου Μάτσα, όπου τραγουδά μαζί με τον συνθέτη. Ακολούθησε, το 1938, ο πρώτος δίσκος με τα δικά του τραγούδια Γιατί σκληρή και άπονη και Έχω βαθιά τον πόνο.
Ηχογράφησε πάνω από 150 τραγούδια, εκ των οποίων περίπου 80 ήταν δικές του συνθέσεις, όπως τα Αμαξάς, Καϊξής, Το μαγκαλάκι, Ας μην ξημέρωνε ποτέ, Φτώχεια, Μαυροφόρα, Μάρω, ενώ τραγούδησε και τραγούδια των Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Περιστέρη, Καπλάνη κ.ά.
Ανεπανάληπτες υπήρξαν οι διφωνίες του με τον Μάρκο Βαμβακάρη σε τραγούδια όπως Δεν σε θέλω, Μινόρε της αυγής, ο Αντώνης ο Βαρκάρης, Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα, Με πολεμάς μπαμπέσικα, Βεργούλες, Πολίτισσα, Φάνταζες σαν πριγκιπέσα, Χριστίνα, Είμαι απόψε στα μεράκια και πολλά άλλα.
Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ενεργό μέλος της Αντίστασης. Από το 1953 πέρασε, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες, στο περιθώριο. Επιβίωνε κάνοντας περιοδείες ανά την Ελλάδα. Το 1957 ετοιμαζόταν να φύγει για εμφανίσεις στην Αμερική, δεν πρόλαβε όμως, καθώς αρρώστησε από καρκίνο στους πνεύμονες. Πέθανε σε ηλικία μόλις 55 χρόνων, στις 5 Ιουνίου 1959.
Ας μην ξημέρωνε ποτέ
(Μουσική: Απ. Χατζηχρήστος - Στίχοι: Κ. Μάνεσης
Τραγούδι: Απ. και Ευ. Χατζηχρήστος)
Τραγούδι: Απ. και Ευ. Χατζηχρήστος)
Ένα από τα ομορφότερα ερωτικά ρεμπέτικα τραγούδια, ερμηνευμένο συγκλονιστικά από τον ίδιο τον συνθέτη και από τον πρώτο του εξάδελφο και πολύ αξιόλογο τραγουδιστή Ευάγγελο Χατζηχρήστο.
Ας μην ξημέρωνε ποτέ
Ας μη φύγει αυτό το βράδυ, που 'μαστε μαζί
Γιατί μέσα στο σκοτάδι ω... η αγάπη ζει
Πόσα δεν έχω να σου πω
Να σε κάνω να με νιώσεις μες στη σιγαλιά
να σου δώσω να μου δώσεις χάδια και φιλιά
Ας μην ξημέρωνε ποτέ
Και οι δυο θα πικραθούμε θα ’ρθει το πρωί
τέτοιο βράδυ δεν θα βρούμε σ’ όλη τη ζωή
Ο καϊξής
(Μουσική: Απ. Χατζηχρήστος - Στίχοι: Γ. Φωτίδας
Τραγούδι: Απ. και Ευ. Χατζηχρήστος, Μάρκος Βαμβακάρης)
Τραγούδι: Απ. και Ευ. Χατζηχρήστος, Μάρκος Βαμβακάρης)
Το καταπληκτικό, ανατολίτικου ύφους, τραγούδι μάς μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη της οθωμανικής περιόδου. Χρησιμοποιώντας ως κέλευσμα την επωδό γκελ, γκελ (έλα, έλα) καϊξή, από την όπερα του Αρμένιου μουσικοσυνθέτη Ντικράν (ή Τιγράν) Τσουχατζιάν Λεμπλεμπιτζή Χορ-Χορ Αγάς, πλάθει ένα μοναδικό μελωδικό τραγούδι, το σημαντικότερο ρεμπέτικο αυτής της θεματολογίας.
Γκελ γκελ Καϊξή, γιαβάς γιαβάς
Μες στης Πόλης τ΄ακρογιάλι, μες στη σιγαλιά
μες στου χαρεμιού τη λήθη, γκελ γκελ Καϊξή
Να κλέψω τη γκιουζέλ χανούμ
σκλάβα μέσα στο κελί της κλαίει και θρηνεί
και ζητάει τη λευτεριά της, γκελ, γκελ, Καϊξή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου