Γεννημένος στη Ρώμη το 1928, άρχισε να παίζει μουσική στα έξι του χρόνια με αγαπημένο του όργανο την τρομπέτα – όργανο το οποίο έπαιζε και ο πατέρας του. Στην Ιταλία ήταν δημοφιλής με τις ποπ και τζαζ μελωδίες του προτού ακόμη αρχίσει να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο, κάτι που έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 (πρώτη ταινία το «Il federale» του Λουτσιάνο Σάλτσε).
Από τότε το όνομά του βρίσκεται στους τίτλους εκατοντάδων ταινιών της μεγάλης οθόνης αλλά και σειρών της τηλεόρασης.
Παγκοσμίως γνωστός ωστόσο έγινε χάρη στις συνθέσεις του για την περίφημη τριλογία των ιταλικών γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος». Είναι τα διασημότερα μεταξύ των 600 και πλέον «σπαγκέτι γουέστερν» που ήκμασαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, αν και ο Μορικόνε απεχθάνεται τον όρο «σπαγκέτι» θεωρώντας τον υποτιμητικό.
Ασφαλώς δεν έμεινε μόνο στα ιταλικά γουέστερν. Στη φιλμογραφία θα βρούμε μεγάλες ταινίες επενδυμένες από την εξαίσια μουσική του. Ενδεικτικώς: ψυχογραφήματα («Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι), πολιτικές βιογραφίες («Σάκο και Βαντσέτι» του Τζουλιάνο Μοντάλντο), αστυνομικά θρίλερ («H συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, «Ο επαγγελματίας» του Τζορτζ Λότνερ), κοινωνικά δράματα («H εργατική τάξη πάει στον παράδεισο» του Ελιο Πέτρι), ιστορικά έπη («1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι).
Στους πιο πρόσφατους τίτλους θα βρούμε το σπουδαίο «Faithless» (2004) του Λάιος Κοτλάι με θέμα το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, ενώ έγραψε τη μουσική στο «Leningrand» του Τζιουζέπε Τορνατόρε, με τον οποίο ο συνθέτης είχε καρπερή συνεργασία σε πέντε ταινίες (ανάμεσά τους «Σινεμά ο παράδεισος», «Ο άνθρωπος των αστεριών» και «Μαλένα»).
Το Χόλιγουντ δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτο το ταλέντο του Μορικόνε, τόσο στην ποιότητα όσο και στην παραγωγικότητα. Για τις «Μέρες ευτυχίας» του Τέρενς Μάλικ απέσπασε την πρώτη από τις πέντε υποψηφιότητές του για Όσκαρ. Θα ακολουθήσουν υποψηφιότητες για την «Αποστολή» του Ρόλαντ Τζόφε, τους «Αδιάφθορους» (μία από τις τρεις συνεργασίες του με τον Μπράιαν ντε Πάλμα), το «Μπάγκσι» του Γουόρεν Μπίτι και τη «Μαλένα».
«Για μένα σημασία δεν έχει το Όσκαρ αλλά η υποψηφιότητα» απαντά όταν προκύπτει το ερώτημα για το αν νιώθει αδικημένος που δεν έχει κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο. «Νιώθω υπερήφανος που τιμήθηκα από τους συναδέλφους μου, οι οποίοι πέντε φορές επέλεξαν τη δουλειά μου για να βρεθώ στην πεντάδα των υποψηφίων. Ούτως ή άλλως τα Όσκαρ είναι σαν λοταρία. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες που δεν κέρδισαν ποτέ αυτό το βραβείο».
Από τότε το όνομά του βρίσκεται στους τίτλους εκατοντάδων ταινιών της μεγάλης οθόνης αλλά και σειρών της τηλεόρασης.
Παγκοσμίως γνωστός ωστόσο έγινε χάρη στις συνθέσεις του για την περίφημη τριλογία των ιταλικών γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος». Είναι τα διασημότερα μεταξύ των 600 και πλέον «σπαγκέτι γουέστερν» που ήκμασαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, αν και ο Μορικόνε απεχθάνεται τον όρο «σπαγκέτι» θεωρώντας τον υποτιμητικό.
Για μια χούφτα δολάρια / Theme
Ασφαλώς δεν έμεινε μόνο στα ιταλικά γουέστερν. Στη φιλμογραφία θα βρούμε μεγάλες ταινίες επενδυμένες από την εξαίσια μουσική του. Ενδεικτικώς: ψυχογραφήματα («Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι), πολιτικές βιογραφίες («Σάκο και Βαντσέτι» του Τζουλιάνο Μοντάλντο), αστυνομικά θρίλερ («H συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, «Ο επαγγελματίας» του Τζορτζ Λότνερ), κοινωνικά δράματα («H εργατική τάξη πάει στον παράδεισο» του Ελιο Πέτρι), ιστορικά έπη («1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι).
Στους πιο πρόσφατους τίτλους θα βρούμε το σπουδαίο «Faithless» (2004) του Λάιος Κοτλάι με θέμα το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, ενώ έγραψε τη μουσική στο «Leningrand» του Τζιουζέπε Τορνατόρε, με τον οποίο ο συνθέτης είχε καρπερή συνεργασία σε πέντε ταινίες (ανάμεσά τους «Σινεμά ο παράδεισος», «Ο άνθρωπος των αστεριών» και «Μαλένα»).
Το Χόλιγουντ δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτο το ταλέντο του Μορικόνε, τόσο στην ποιότητα όσο και στην παραγωγικότητα. Για τις «Μέρες ευτυχίας» του Τέρενς Μάλικ απέσπασε την πρώτη από τις πέντε υποψηφιότητές του για Όσκαρ. Θα ακολουθήσουν υποψηφιότητες για την «Αποστολή» του Ρόλαντ Τζόφε, τους «Αδιάφθορους» (μία από τις τρεις συνεργασίες του με τον Μπράιαν ντε Πάλμα), το «Μπάγκσι» του Γουόρεν Μπίτι και τη «Μαλένα».
«Για μένα σημασία δεν έχει το Όσκαρ αλλά η υποψηφιότητα» απαντά όταν προκύπτει το ερώτημα για το αν νιώθει αδικημένος που δεν έχει κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο. «Νιώθω υπερήφανος που τιμήθηκα από τους συναδέλφους μου, οι οποίοι πέντε φορές επέλεξαν τη δουλειά μου για να βρεθώ στην πεντάδα των υποψηφίων. Ούτως ή άλλως τα Όσκαρ είναι σαν λοταρία. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες που δεν κέρδισαν ποτέ αυτό το βραβείο».
Σάκο και Βαντσέτι / Here's to You
O επαγγελματίας / Chi Mai
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου