Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

«Τα Πέριξ» - Ρεμπέτικα διά χειρός Μάνου


Το ιστολόγιο δεν μπορεί να κρύψει την ιδιαίτερη προτίμησή του στον μεγάλο μας συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι. Όταν πρωτακούσαμε τα «Πέριξ»  το 1974, δυστυχώς πολλοί δεν είχαμε ρεμπέτικα ακούσματα και ήταν η πρώτη μας επαφή με το είδος. Ενθουσιαστήκαμε. Ο Μάνος  μας μετέδωσε  την αγάπη του για το ρεμπέτικο –την απλή, σεμνή και μεγαλειώδη λαϊκή έκφραση–, όντας μυημένος και θαυμαστής του από όταν το ανακάλυψε στα καταγώγια και έγινε θαμώνας τους,  κάνοντας ταυτόχρονα έναν αγώνα να επιβάλλει αυτή τη μουσική στους αστούς και στους διανοούμενους εκείνης της εποχής που το κοίταζαν αφ’ υψηλού. Η διάλεξή του το 1948 στο Θέατρο Τέχνης θα είναι και το πρώτο βήμα  για να αναγνωρισθεί η αξία αυτού του κομματιού της ελληνικής μας μουσικής που όντως είχε παραγνωρισθεί. Και ασφαλώς δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Συνέχισε να το υποστηρίζει και επέλεξε, με μουσική γνώση και ευαισθησία, μερικά τραγούδια  των  σπουδαιότερων  συνθετών, με  απόλυτο σεβασμό, και μάς έδωσε μια καθαρή εικόνα αλλά  με τη δική του ιδιοφυή μουσική ματιά. Θεωρούμε, αντικειμενικά,  ότι ο δίσκος, χωρίς καμία μίμηση, ακολουθεί με πλήρη πιστότητα το αυθεντικό ρεμπέτικο τραγούδι, και είναι ο μοναδικός.
Το μπουζούκι δεν υπάρχει καθόλου στη συλλογή του Χατζιδάκι, παρά την αγάπη του για αυτό, επειδή όπως μας το λέει και ο ίδιος παρακάτω στο οπισθόφυλλο του  δίσκου, θεωρεί ότι έχει εκφυλισθεί. Και βέβαια , δεν ελάνθανε.  
Χρησιμοποιεί όργανα όπως το μαντολίνο, δύο κιθάρες (Φάμπας και Τενίδης), πιάνο, βιολί, με τη συνοδεία ενός  κοντραμπάσου, μας τούμπας  και ενός οργάνου  που παίζει ο ίδιος ο συνθέτης. Ο Μάνος επιλέγει 13 τραγούδια που όλα είναι τραγουδισμένα από άντρες και ς  διαλέγει μια γυναικεία φωνή, όχι ρεμπέτικη, της Βούλας Σαββίδη. Μια σχεδόν άγνωστη τραγουδίστρια, με μια ιδιάζουσα, ζεστή,  αναγεννησιακή φωνή,  που ο συνθέτης  τής δίνει να σηκώσει όλο το βάρος μιας τέτοιας εκτέλεσης, και εκείνη  επάξια ανταποκρίνεται. Αν δεν έχεις ξανακούσει τα τραγούδια, λες και οι δημιουργοί τους  τα είχαν γράψει  για εκείνη, για να εκφράσει  τους ανεκπλήρωτους πόθους και ό,τι αντιπροσώπευε το μεγάλο αυτό μουσικό είδος, που ακόμη δεν έχει αποκαλυφθεί πλήρως (περισσότερο φταίνε, νομίζουμε, οι πολλές τραγικές επαν«εκτελέσεις»  του, που του ρίχνουν στο ψαχνό και δεν σε αφήνουν να συλλάβεις  το μέγεθος του αυθεντικού) και δεν έχει πάρει τη θέση που του αρμόζει  στο μουσικό στερέωμα.
Στο σημείωμά του στον δίσκο ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει:

Τον παλιό καιρό που τα Ρ ε μ π έ τ ι κ α, τα λέγαν ανδρικές βραχνές φωνές, οι πόρτες είσανε κλειστές. Λέξεις κρυφές και άγνωστες για τους πολλούς, πάνω σε μια «στενή» μελωδική γραμμή, περιορισμένη αυτάρεσκα σε τρεις - τέσσερις φθόγγους το πολύ, συνθέτανε τραγούδια άξια, μονάχα για όσους «υπογείως είχον μυηθεί»! Στην πανελλήνια ευαισθησία αρχίσανε να μιλούν αποκαλυπτικά, απ' την στιγμή που ακούστηκε μια γυναικεία φωνή - φωνή μιας ώριμης γυναίκας που ήταν συγχρόνως κόρη, μητέρα κι αγαπητικιά.


Και τα τραγούδια γίνανε πλατειά, με λόγια που θίγαν τους καιρούς κι ανατάραζαν τους καημούς πάνω σε δύο θέματα πρωταρχικά, γνησίως νεοελληνικά. Το θέμα της φ υ γ ή ς και του έ ρ ω τ α - του από τρεις χιλιάδες χρόνια ανικανοποίητου.
Παράλληλα κι άλλα πολλά, χυνόντουσαν απ' τα τραγούδια αυτά και βάφαν τον αγέρα, που οι μηχανές των οργανωτικών αγγέλων επιχειρούσαν να εμποδίσουν, μα που δεν μπόρεσαν ποτέ να σταματήσουν την ροή κι επιρροή τους μέσα μας. Κι έτσι μπορεί κανείς να πει, πως η Μαρίκα Νίνου με το τραγούδι της «Κάποια μάνα αναστενάζει» σφράγιζε εκείνον τον καιρό οριστικά, ενώ συγχρόνως, εδραιωνότανε ένα είδος παιδείας στην χώρα μας, του «ταπεινού και της αυτογνωσίας», που για αρκετά χρόνια θα μας κρατούσε σοβαρούς και αρκούντως σκεπτόμενους.
Γι' αυτό κι εγώ με τα «ΠΕΡΙΞ», αρχίζοντας να επιλέγω και να τοποθετώ τα εβδομήντα, ίσως κι ογδόντα πιο όμορφα τραγούδια της λαϊκής μας τούτης μουσικής περιοχής, επιχειρώ να τα μεταφέρω μες από μια αυθεντικά γυναικεία μορφή, λαϊκή ζωγραφιά μετέωρη στον κήπο του Βοτανικού ή στο Μπαξέ -Τσιφλίκι, μαστορικά ζωγραφισμένη από τον Μόραλη, με την φωνή ενός κοριτσιού από τη Θεσσαλονίκη που ονομάζεται Βούλα Σαββίδη. (Εδώ ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι, που δεν το μεταχειρίζομαι. Έτσι καθώς κατάντησε καλοντυμένο πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά μας κληρονόμησαν οι «άγνωστοι και ανώνυμοι» δάσκαλοι των σεμνών καιρών).
Όλη η εργασία αυτή χαρίζεται στην μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου, που δίχως να το ξέρει με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθειά τα ονόματα θεών της ταπεινοσύνης και της Βυζαντινής παρακμής.
M.Χ
Αθήνα, 18 Απριλίου 1974

Στον δίσκο περιέχονται τα τραγούδια: Ο Μαχαλόμαγκας  (Βασίλη Τσιτσάνη), Μου λένε πως μου φαίνεται (Βαγγέλη Παπάζογλου), Τι θες μ’ εμέ να μπλέξεις (Στέλιου Κερομύτη), Καλογεράκι  (Γιάννη Παπαϊωάννου), Ξανθιά μικρούλα  (Γιάννη Παπαϊωάννου), Εγώ πονώ, εσύ γελάς (Κώστα Καπλάνη),  Όταν δω τα δυο σου μάτια (Γιάννη Παπαϊωάννου), Το πικραμένο αγόρι (Βασίλη Τσιτσάνη,  Πρόδρομου Τσαουσάκη), Σε πήραν απ’ τα χέρια μου (Βασίλη Τσιτσάνη,  Γιάννη Κυριαζή), Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά (Μάρκου Βαμβακάρη), Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά (Μάρκου Βαμβακάρη) και Χαράματα η ώρα τρεις  (Μάρκου Βαμβακάρη).

Χαράματα η ώρα τρεις (Μάρκος Βαμβακάρης)
με τη Βούλα Σαββίδη 

 
Πόσο δίκιο είχε που το διάλεξε: Είναι ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ελληνικά τραγούδια, και η διασκευή μαζί με την ερμηνεία της Σαββίδη εκπληκτικές. Είναι κρίμα που ο Μάρκος δεν το είπε τότε μόνος του ολόκληρο το τραγούδι . Θα είχαμε τώρα δύο μοναδικές μουσικές παρακαταθήκες.

Με τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Έλλη Πετρίδου
 

Ξανθιά μικρούλα (Ξανθιά μοδιστρούλα - Παπαϊωάννου)
με τη Βούλα Σαββίδη

 

Με τον Γιάννη Παπαϊωάννου
 


Σε πήραν απ’ τα χέρια μου (Βασίλης Τσιτσάνης)
με τη Βούλα Σαββίδη



Με τη Σωτηρία Μπέλου και τον Πρόδρομο Τσαουσάκη



Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά (Μάρκος Βαμβακάρης)
με τη Βούλα Σαββίδη


Με τον ίδιο τον Μάρκο 



Μου λένε πως μου φαίνεται (Μου φαίνεται - Β. Παπάζογλου)
με τη Βούλα Σαββίδη



Με τον Στελλάκη Περπινιάδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου