Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Τραγούδια σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου

 Ο μεγάλος  ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) είναι από τους πιο ευρέως μελοποιημένους στη χώρα μας. Οι συνθέτες περιποιούν τιμή στον ποιητή ενώ οι ίδιοι τιμήθηκαν από αυτόν. Το έργο του, εκτός από την πολιτική  στράτευση και την κοινωνική του ευαισθησία, διαπνέεται από λυρισμό που παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι, από τον συμβολισμό ή από νεωτερικές εκφράσεις, προσλαμβάνοντας ενίοτε επικούς τόνους.
Έτσι, η αξία και η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου  ενέπνευσε πολλούς Έλληνες συνθέτες (Μ. Θεοδωράκης, Χ. Λεοντής, Ν. Μαμαγκάκης, Γ. Μαρκόπουλος, Δ. Μούτσης, Θ. Μικρούτσικος).
 

Ο Επιτάφιος γράφηκε στις 10 Μαΐου του 1936. Μια µάνα κλαίει πάνω από τον νεκρό γιο της. Τα πρώτα τρία ποιήµατα εκδόθηκαν στον Ριζοσπάστη.


Πού πέταξε το αγόρι μου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Μίκη Θεοδωράκη -Επιτάφιος - Επιφάνια (1964)

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου
καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής
ανθέ της ερημιάς μου.

Πού πέταξε τ’ αγόρι μου
πού πήγε, πού μ’ αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
και δεν θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις δε γρικάς
τα που πικρά σου λέω.

Βασίλεψες αστέρι μου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Μίκη Θεοδωράκη - Επιτάφιος- Επιφάνια 1964

Βασίλεψες αστέρι μου,
βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,
το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά,
στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
ουδέ σε παρατάει.

Την άχνα απ’ την ανάσα σου
νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως
στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα
μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου
στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα,
το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου
μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε,
παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου
και παίρνω τη φωνή σου.

Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Μίκη Θεοδωράκη - Επιτάφιος-Επιφάνια (1964)

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σαν χρυσάφι.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;

Πώς θα γυρίσω μοναχή
στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή
και το στρατί μού κρύβει.

Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές
και δεν μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου
και νάμαι μπρος στην κρήνη.

Η Ρωμιοσύνη, άμεσα συνδεδεμένη με την εθνική αντίσταση, γράφηκε από το 1945-1947 –µετά τα ∆εκεµβριανά του ’44 και τη Συµφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945–, και εκδόθηκε το 1966. Πάνω στον προβληματισμό του για την ελληνική ποίηση ο Ρίτσος γράφει έναν ύμνο για την αντίσταση του ελληνικού λαού. 

Αυτά τα δέντρα με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Μίκη Θεοδωράκη - Ρωμιοσύνη (1966)

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Δέντρο το δέντρο με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Μίκη Θεοδωράκη - Ρωμιοσύνη (1966)

Δέντρο το δέντρο,
πέτρα την πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό
για να τον δώσουν.

κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια

Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι. 

Όταν σφίγγουν το χέρι με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Μίκη Θεοδωράκη - Ρωμιοσύνη (1966)

Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Ο τρύγος με τον Γιάννη Πουλόπουλο
Νίκου Μαμαγκάκη - 11 Λαϊκά Τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου (1972)

Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι
το μαβί το βιολετί
να κι η Παναγιά στη δημοσιά
πλάι στα κάρα στα βουδούνια στα σταμνιά
και στα κλαδωτά μαντήλια
νά ’τη η Παναγιά
να κρατά στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια

Δάχτυλα και γόνατα
στήθια και σαγόνια
μες στα μουστοματωμένα
κόκκινες φωνές κι ιδρώτας
στις κατηφοριές
το χρυσό κακάρισμα της κότας

Τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, τραγούδια άρρηκτα δεμένα με τους αγώνες κατά της δικτατορίας, αποτελούνται από 18 τετράστιχα. Τα 16 τα έγραψε ο ποιητής στο Παρθένι της Λέρου όπου ήταν εξόριστος από τη χούντα.

Ο ταμένος με τον Μίκη Θεοδωράκη
Μίκη Θεοδωράκη - Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974)
(Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής, Αφροδίτη Μάνου και Αχιλλέας Κοστούλης)

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά
σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός
μαζί με τους νεκρούς του

Και απα στην πέτρα της σιωπής
τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος
της λευτεριάς ταμένος

Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις με τον Μίκη Θεοδωράκη
Μίκη Θεοδωράκη - Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο

Νάτη πετιέται απο ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
Καρτέρεμα με τη Μαρία Φαραντούρη
Μίκη Θεοδωράκη - Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

Έτσι με το καρτέρεμα
μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε
και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ’ τα σίδερα
κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ"
και βγαίνει φύλλο λεύκας

Αυτά τα κόκκινα σημάδια με τον Νίκο Ξυλούρη
Χρήστου Λεοντή - Καπνισμένο τσουκάλι (1975)

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ’ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να `ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.

Και να αδερφέ μου με τον Νίκο Ξυλούρη
και απαγγελία του Γιάννη Ρίτσου
Χρήστου Λεοντή - Καπνισμένο τσουκάλι (1975)

Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.

Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
«Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα».
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου