Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Βασίλης Τσιτσάνης, ο αναμορφωτής του ρεμπέτικου

Την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 1915, ανήμερα του Αγίου Αθανασίου, γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας (εξ ου και το παρατσούκλι του «Βλάχος»). Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Κώστα και της Βικτωρίας Τσιτσάνη, οι οποίοι κατάγονταν από την Ήπειρο: ο πατέρας του (τσαρουχάς το επάγγελμα) από το Μέτσοβο και η μητέρα του από τα Ζαγόρια.
Τα πρώτα μουσικά ακούσματα του Βασίλη ήταν από μια ιταλική μάντολα που είχε ο πατέρας του. Στο σπίτι τους στα Τρίκαλα μαζεύονταν συχνά παρέες φίλων και ο πατέρας Τσιτσάνης έπαιζε και τραγουδούσε. Τη μάντολα όμως, την οποία αργότερα ένας οργανοποιός τη μετέτρεψε σε μπουζούκι, δεν άφηνε να την αγγίξουν καν τα αγόρια του (ειδικά ο Βασίλης, που έδειχνε μια ιδιαίτερη περιέργεια για το όργανο), καθώς φοβόταν μήπως χάνουν χρόνο από τα μαθήματά τους. Έτσι μπολιάστηκε μουσικά ο μικρός Βασίλης.
Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Βασίλης μπαίνει για τα καλά στη βιοπάλη, παράλληλα όμως ξεκινάει αθόρυβα, αλλά πολύ δημιουργικά, η πορεία του στη μουσική σκηνή. Τα πρώτα του μαθήματα τα πήρε από έναν Ιταλό μαέστρο, τον Γκιόσα, που εκείνη την περίοδο επισκεπτόταν τα καλοκαίρια τα Τρίκαλα με το Τρίο Μπαρόνι από τη Ρώμη. Ο Τσιτσάνης, σε ηλικία 12 ετών, έπαιζε μαζί τους βιολί στα διαλείμματα του κινηματογράφου Πανελλήνιον, στις προβολές των βωβών ταινιών.

Εκείνο όμως που τον κέντριζε περισσότερο ήταν το μπουζούκι του πατέρα του. Τώρα που εκείνος δεν ζει πια ο Βασίλης το βγάζει τακτικά από το ντουλάπι και προσπαθεί να βάλει μουσική σε στίχους που ήδη έχει γράψει κρυφά. Σε ηλικία 14 χρόνων αυτοσχεδίαζε και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια. Μία από τις συνθέσεις του αυτές το οδήγησε σε μια… μικροπεριπέτεια με έναν καθηγητή του στο Γυμνάσιο. Είχε γράψει το τραγούδι «Μες στην Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι». Το έπαιξε και το τραγούδησε με τα άλλα παιδιά της τάξης του σε μία εκδρομή. Την άλλη ημέρα ο καθηγητής κάλεσε τον Βασίλη στο γραφείο του και του είπε: «Ώστε έτσι, κύριε Τσιτσάνη! Η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο να μας δείξεις πού είναι». Και τον άφησε μετεξεταστέο στη Γεωγραφία. Έτσι ο Βασίλης ένα καλοκαίρι ολόκληρο το πέρασε κάτω από τη μουριά του σπιτιού του, με το μπουζούκι και το βιβλίο της Γεωγραφίας.

Σε φίνο ακρογιάλι


Στη διαδρομή του από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο ο Τσιτσάνης, εκτός από το πάθος του για τη λαϊκή μουσική, είχε αφοσιωθεί στον κλασικό αθλητισμό και στο ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε και σημείωσε θαυμάσιες επιδόσεις (μαθητικά ρεκόρ) με τα χρώματα του ΓΣ Τρικάλων. Στις 26 Μαΐου 1929 ήρθε πρώτος στο άλμα τριπλούν με 11.41 μ. και κατέκτησε το «Χρυσό Καλαμάρι», έπαθλο που είχε αθλοθετήσει εκείνη την εποχή ο Δήμος Τρικάλων.
Από προσωπικές αφηγήσεις του Τσιτσάνη διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η μεγάλη πορεία του δρομολογείται από τα Τρίκαλα και είναι συνδεδεμένη με τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Τα πρώτα του τραγούδια συνδέονται με τη ζωή των εργατών στις βιομηχανικές μονάδες της περιοχής, με τους προσφυγικούς καταυλισμούς, με τους πρώτους έρωτές του αλλά και με τους κρατούμενους στις στρατιωτικές φυλακές της πόλης. Οι φυλακισμένοι πίνουν χασίς και παίζουν ζάρια και μπουζούκι, ενώ έχουν τους δικούς τους κανόνες και τη δική τους γλώσσα. Διηγούνται φανταστικές ιστορίες και πλάθουν πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία μεταδίδονται από στόμα σε στόμα και από φυλακή σε φυλακή. Υμνούν τον τρόπο που ζουν, τους δεσμοφύλακές τους, το φαγητό τους, ακόμη τις ίδιες τις φυλακές, ιδίως το πολυτραγουδισμένο Γεντί Κουλέ. Κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους πηγαίνει συχνά ό Τσιτσάνης και τους ακούει. Το τραγούδι του «Όταν συμβεί στα πέριξ» είναι μια εικόνα αυτού του περίγυρου.


Όταν συμβεί στα πέριξ


Σε αντίθεση με τα ρεμπέτικα, τα δημοτικά και τα σμυρναίικα δεν τον συγκινούν και τα χαρακτηρίζει «κλαψιάρικες μελωδίες». Τα πρώτα του ακούσματα στον ήχο του ρεμπέτικου ήταν τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, ενώ τον είχε εντυπωσιάσει και ο Βαγγέλης Παπάζογλου.
Με πικρές αναμνήσεις από τα Τρίκαλα, ο Βασίλης Τσιτσάνης μαζεύει τα όνειρά του και λίγα πράγματα και, στα τέλη του 1935 με αρχές του 1936, κατεβαίνει στην Αθήνα, με στόχο να σπουδάσει νομικά. Το όνειρό του όμως να γίνει δικηγόρος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς οι συνθήκες ήταν άνισες και η ζωή στην πρωτεύουσα πολύ δύσκολη, και μάλιστα για έναν νέο από επαρχία. Για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα (ενοίκιο, φαγητό), άρχισε να εργάζεται παίζοντας μπουζούκι στο κέντρο Μπιζέλια της οδού Λένορμαν, στον Κολωνό, και αργότερα σε ένα μπαρ, Το Κουκλάκι, στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού.
Τότε γνωρίστηκε με τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο που τραγουδούσε σμυρναίικα και δημοτικά. Αυτή η γνωριμία τον οδήγησε στο στούντιο και στις πρώτες του φωνογραφήσεις δίσκων 78 στροφών. Ήταν αρχές του 1937, και ο Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι και συνοδεύει τον Περδικόπουλο στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα», ενώ στην πίσω πλευρά του δίσκου υπάρχει το πρώτο του τραγούδι: ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε».

Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε


Σε λίγους μήνες ακολουθεί, στην ίδια εταιρεία, την Odeon, με μαέστρο τον Σπύρο Περιστέρη, το δεύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη «Να γιατί περνώ μες στην Αθήνα», με ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη (αδελφή της Ρίτας Αμπατζή), σημαντική τραγουδίστρια σμυρναίικων τραγουδιών.

Να γιατί περνώ 


Παράλληλα ο Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι και τραγουδά σε μία ταβέρνα κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, τον Πλάτανο, όπου πήγαιναν πολλοί φοιτητές για να τον ακούσουν. Παρά το γεγονός ότι σημείωσαν μεγάλη επιτυχία τα πρώτα του τραγούδια, χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος για να μπει ξανά στο στούντιο. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, όμως εκείνος, απτόητος, συνέχισε να γράφει. Ώσπου έρχεται η «Αρχόντισσα» και ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα, ένα τραγούδι που αγαπήθηκε και έκανε τεράστια επιτυχία.

Αρχόντισσα


Η Columbia, που του κρατούσε κλειστή την πόρτα της, του ζητεί συνεργασία. «Θα πάω εκεί στην Αραπιά» είναι το πρώτο τραγούδι που ηχογραφεί στην εταιρεία, το οποίο δρομολογεί τη μετέπειτα πορεία του.
Η τριετία 1937-1940, που συνέπεσε με τη στρατιωτική θητεία του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη, στο Τάγμα Τηλεγραφητών, και την παραμονή του για αρκετό διάστημα εκεί, όπου και γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Ζωή Σαμαρά (απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα), ήταν καθοριστική για την πορεία του, αλλά και γενικότερα για το ανόθευτο λαϊκό μας τραγούδι. Τότε, μεταξύ 20 και 23 χρόνων δηλαδή, έγραψε πάνω από 100 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία σημείωσαν τεράστια επιτυχία. «Μαριώ», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Δύο χρόνια σ' αγαπώ», «Τσιγγάνα μου γλυκιά», «Καμαριέρα», «Ζωίτσα μου μικρή», «Καλαμπακιώτισσα», «Τάγμα τηλεγραφητών», «Μαντήλι χρυσοκέντητο» και δεκάδες άλλα, πολλά από τα οποία ο Τσιτσάνης είχε αρχίσει να γράφει από τα Τρίκαλα ή και από την Αθήνα, αλλά τα «χτένισε» και τα ολοκλήρωσε στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς τους την τελική τους φόρμα.

Καλαμπακιώτισσα


Τα προπολεμικά τραγούδια τα φωνογράφησε, εκτός από τρία πρώτα του, στις εταιρείες Columbia και His Master’s Voice, όπου μαέστρος ήταν ο Παναγιώτης Τούντας, ο οποίος ενθάρρυνε τον Τσιτσάνη να γράφει συνεχώς, αφού, όπως έλεγε, όλα τα τραγούδια του νεαρού συνθέτη είναι αριστουργήματα.
Τα περισσότερα από τα δεκάδες αυτά τραγούδια του, αυτές τις περίφημες λαϊκές καντάδες, ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής με τον συνθέτη δεύτερη φωνή, καθώς και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Νταίζη Σταυροπούλου.
Η προπολεμική τριετία, αλλά και η Κατοχή, στη διάρκεια της οποίας έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, ήταν οριακές όχι μόνο για το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι, που βρήκε τον κύριο εκφραστή του για μισό αιώνα, αλλά και για τον ίδιο, ο οποίος, έπειτα από αρραβώνα 19 μηνών, παντρεύτηκε, τον Ιούλιο του 1942, τη Ζωή Σαμαρά. Κουμπάρος ήταν ο διοικητής της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μονοχουντής, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μετά τον γάμο του ο Τσιτσάνης άνοιξε με τον κουνιάδο του ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης (Παύλου Μελά 22), ενώ έμενε σε απέναντι διαμέρισμα. Το ουζερί λειτουργούσε τους χειμερινούς μήνες. Τα καλοκαίρια ο Τσιτσάνης έπαιζε σε άλλες ταβέρνες, ενώ έκανε περιοδείες και στις γύρω περιοχές, όπως στη Χαλκιδική. Το 1943 έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, όπου έγραψε το περίφημο «Μπαξέ Τσιφλίκι» και ύστερα την «Αθηναίισσα», τις «Αραπίνες» τα «Πέριξ», το «Μπλόκο» και τη «Λιτανεία», «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», «Στου Αλευρά τη μάντρα».

Αθηναίισσα


Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ο Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του» επισημαίνει: «Παραμένει ανεξήγητο ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Πώς, παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μονοχουντή, έγραψε, το 1944, τους δύο εαμικούς ύμνους που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης, κρυφά στο ουζερί του, μέχρι το 1946, οπότε το εγκατέλειψε και γύρισε στην Αθήνα, όταν ξανάνοιξαν οι δισκογραφικές εταιρείες».
Το ένα από τα δύο τραγούδια για την αντίσταση έχει τίτλο «Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ»


Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά παιδιά
¬το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς...

Ο απόηχος του πολέμου είναι ακόμη νωπός όταν ξεσπά ο Εμφύλιος, η χειρότερη ίσως από τις μαύρες σελίδες της Ιστορίας μας. Ένας σπαραγμός που φέρνει τον τόπο πιο πίσω από ό,τι η Κατοχή και που οι Έλληνες χρειάστηκαν δεκαετίες για να τον ξεπεράσουν. Όπλο του Τσιτσάνη και σε αυτό τον αγώνα το τραγούδι.

Μην απελπίζεσαι και δεν θα’ αργήσει
κοντά σου θα ’ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή.

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου
και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς
τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου
θα ’ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
κι ο έρωτάς σας θ’ αναστηθεί
καινούργια αγάπη θα ξαναζήσεις
κάνε λιγάκι υπομονή.

Αυτοί είναι στίχοι του τραγουδιού που κατέκτησε αστραπιαία τις μάζες την περίοδο του Εμφυλίου, λόγω του αντιπολεμικού του μηνύματος. Στρατιώτες και αντάρτες το τραγουδούσαν στα πεδία των μαχών μιας σύρραξης που από τη φύση της είναι πιο σκληρή από έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο κράτη. Το αποτέλεσμα ήταν ή λογοκρισία να το απαγορεύσει. Λέει ό Τσιτσάνης: «Ήταν δύσκολο εκείνες τις μέρες να γράφεις αυτό που θέλεις. Η λογοκρισία δεν έδινε άδεια να γραμμοφωνήσεις τραγούδια που κατά τη γνώμη τους είχαν ύποπτους στίχους και έβλεπαν σε αυτά κάποια πολιτική σκοπιμότητα. […] Έτσι έγραψα τους στίχους του “Μην απελπίζεσαι” με αλληγορικά λόγια, ακριβώς για να φύγω από τη λογοκρισία».

Μην απελπίζεσαι (Κάνε λιγάκι υπομονή)


Από το 1946 αρχίζει πλέον η δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που διαρκεί 37 χρόνια αδιάκοπα, δηλαδή μέχρι την ασθένεια και τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα πρώτα 15, είναι τόσο μεστά από δημιουργικές αλλαγές, που αλλάζουν τον ρου όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και το ύφος της διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει να γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες με νέα πλέον ονόματα (Μπίνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Ντάλια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυσάφη), αλλά και με τους παλιότερους συνεργάτες του (Παγιουμτζή, Γεωργακοπούλου), με κορυφαία στιγμή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ένα μεγάλο τραγούδι για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Έχουν γίνει διάφορα σχόλια, που ωστόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο συνθέτης συνεργάστηκε σε κάποιο από τα κουπλέ με τον εκ Λαρίσης στιχουργό Αλέκο Γκούβερη, γεγονός που επιβεβαιώνεται και σήμερα από την ΑΕΠΙ (Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας) από την οποία, εκτός των κληρονόμων του Βασίλη Τσιτσάνη, λαμβάνουν κάποιο αναλογούν ποσοστό κληρονόμοι του Γκούβερη.

Συννεφιασμένη Κυριακή


Εκτός όμως από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που αποτελεί ορόσημο για το κοινωνικολαϊκό τραγούδι, ο Τσιτσάνης μεταξύ 1946 και 1955 έγραψε εκατοντάδες ακόμη τραγούδια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχόμενο. Δεν έφερε μόνο αλλαγές στο στούντιο, αλλά και στο πάλκο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο, με σολίστ τη συνεργάτιδά του Βαγγελιώ Μαργαρώνη, είχε για ακορντεονίστα τον Γιώργο Κουλαξίζη, ανέδειξε νέους και σπουδαίους μπουζουκτσήδες.
Ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια.
Με τη Μαρίκα Νίνου
Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949-1954). Εμφανίστηκαν για μεγάλα διαστήματα στου Μαρίνου, στου Τζίμη του Χοντρού, στην Τριάνα, στη Λουζιτάνια, στο Ροσινιόλ.
Αργότερα έδωσε εντυπωσιακό «παρών» στη δισκογραφία των 45 στροφών με τα μεγάλα ονόματα όπως: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγελόπουλος, Σεβάς Χανούμ, Δούκισσα, Σακελλαρίου, Ντάλμα. Η μεταπολεμική δισκογραφία του Τσιτσάνη, σφραγίζεται από εκατοντάδες επιτυχίες που έχουν ερμηνεύσει 103 τραγουδιστές. «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Το σκαλοπάτι σου», «Αχάριστη», «Οι φάμπρικες», «Ο τραυματίας», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Καΐκι μου Αϊ-Νικόλα», «Ο τσολιάς», «Τρελός Τσιγγάνος», «Κάτσε ν' ακούσεις μία πενιά», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π’ αγαπώ», «Ζαΐρα», «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Της Γερακίνας γιος», «Το βαπόρι απ' την Περσία». Το 1979 στο Χάραμα, όπου εμφανιζόταν ως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ηχογράφησε στις 33 στροφές έναν δίσκο για την UNESCO σε ζωντανή εκτέλεση με πέντε όργανα και με σιγόντο της Ελένης Γεράνη.

Εγώ πληρώνω τα μάτια π’ αγαπώ


Για τον Βασίλη Τσιτσάνη και το έργο του, πολλά έχουν γραφεί. Η απλότητα, ο αυθορμητισμός, η γνώση, το ταλέντο και κυρίως το μουσικό ένστικτο τον χαρακτήριζαν ως συνθέτη και ως άνθρωπο που κρατήθηκε στην κορυφογραμμή του νεοελληνικού μουσικού στερεώματος, μαζί με το λαϊκό μας τραγούδι, αδιάκοπα επί 50 χρόνια.
Ο Τσιτσάνης αναμόρφωσε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό (και όχι μόνο) λαϊκό τραγούδι. Ως δεξιοτέχνης και μαέστρος έδωσε νέες κατευθύνσεις στη λαϊκή ορχήστρα, δίδαξε στους τραγουδιστές νέους τρόπους ερμηνείας και με τα τραγούδια του έδωσε νέους προσανατολισμούς στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας τον ρόλο του ρεφρέν».
Ο θάνατος του Τσιτσάνη ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο Λονδίνο, άφησε ένα τεράστιο κενό στον χώρο της λαϊκής μουσικής, αλλά και ένα έργο μεγαλόπνοο, υποθήκη για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του, ενώ κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας.

Πηγές
-Ο αείμνηστος μελετητής του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού Πάνος Γεραμάνης
-Βασίλης Τσιτσάνης – Μύθος ρεμπέτικος. Εκδ. Τεγόπουλος - Μανιατέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου