Ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18 Ιανουαρίου 1915) γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Εξ ου και το παρατσούκλι του «Βλάχος». Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Κώστα και της Βικτωρίας Τσιτσάνη. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ήπειρο. Ο πατέρας του (τσαρουχάς το επάγγελμα) ήταν από το Μέτσοβο και η μητέρα του από τα Ζαγόρια.
Τα πρώτα μουσικά ακούσματα ήταν από μια ιταλική μάντολα που είχε ο πατέρας του, ο οποίος όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε και τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Έτσι μπολιάστηκε μουσικά ο μικρός Βασίλης. Όταν τελείωσε το Δημοτικό άρχισε να παίζει με το μαντολίνο του πατέρα του. Σε κάποιες σχολικές γιορτές στα Τρίκαλα έπαιξε επίσημα κάποια κομμάτια με βιολί, ενώ διηύθυνε και σχολικές συναυλίες. Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Βασίλης Τσιτσάνης μπαίνει για τα καλά στη βιοπάλη της ζωής αλλά, παράλληλα, αρχίζει αθόρυβα, μα πολύ δημιουργικά, η πορεία του στη μουσική σκηνή. Τα πρώτα του μαθήματα πήρε από έναν Ιταλό μαέστρο, τον Γκιόσα, που εκείνη την περίοδο πήγαινε τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα, με το Τρίο Μπαρόνι από τη Ρώμη. Ο Τσιτσάνης, 12 ετών, έπαιζε μαζί τους βιολί, στα διαλείμματα του κινηματογράφου «Πανελλήνιον», στις προβολές των βωβών ταινιών.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο Τσιτσάνης εξοικειωνόταν όλο και περισσότερο με τη μάντολα του πατέρα του, που της είχε μακρύνει το «μανίκι» (ή το χέρι) και την είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Σε ηλικία 14 χρόνων αυτοσχεδίαζε και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια, επηρεασμένος κυρίως από τον Βαγγέλη Παπάζογλου και τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Με πικρές αναμνήσεις από τα Τρίκαλα, ο Βασίλης Τσιτσάνης στα τέλη του 1935 με αρχές του 1936 κατεβαίνει στην Αθήνα, με στόχο να σπουδάσει νομικά. Το όνειρό του όμως να γίνει δικηγόρος δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι συνθήκες τότε ήταν άνισες και η ζωή στην πρωτεύουσα πολύ δύσκολη και μάλιστα για έναν νέο από επαρχία. Για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα (ενοίκιο - φαγητό), άρχισε να εργάζεται με το μπουζούκι του στο κέντρο «Μπιζέλια» της οδού Λένορμαν στον Κολωνό και αργότερα σ' ένα μπαρ, «Το Κουκλάκι», στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού.
Παράλληλα ο Τσιτσάνης εργάζεται και σε μία ταβέρνα κοντά στον σταθμό Λαρίσης, στον «Πλάτανο», όπου πήγαιναν πολλοί φοιτητές για να τον ακούσουν που έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε. Παρά το γεγονός ότι έκανε μεγάλη επιτυχία με τα πρώτα του τραγούδια, χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος για να ξαναμπεί στο στούντιο. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Όμως η τριετία 1937-1940, που συνέπεσε με τη στρατιωτική θητεία του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την παραμονή του για αρκετό διάστημα εκεί, όπου και παντρεύτηκε με τη Ζωή Σαμαρά (απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα), ήταν καθοριστική για την πορεία του, αλλά και γενικότερα για το ανόθευτο λαϊκό μας τραγούδι. Τότε (μεταξύ 20 και 23 χρόνων δηλαδή την προπολεμική περίοδο), έγραψε 153 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία σημείωσαν τεράστια επιτυχία. «Αρχόντισσα» «Μαριώ», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Δύο χρόνια σ' αγαπώ», «Τσιγγάνα μου γλυκιά», «Καμαριέρα», «Ζωίτσα μου μικρή», «Καλαμπακιώτισσα», «Τάγμα τηλεγραφητών», «Μαντήλι χρυσοκέντητο» και δεκάδες άλλα τραγούδια, από τα οποία ο Τσιτσάνης πολλά είχε αρχίσει να γράφει από τα Τρίκαλα ή και από την Αθήνα, αλλά τα «χτένισε» και τα ολοκλήρωσε στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς τους την τελική τους φόρμα.
Τα προπολεμικά τραγούδια τα φωνογράφησε,¬ εκτός από τρία πρώτα του, ¬ στις εταιρείες «Κολούμπια» και «Χις Μάστερς Βόις», όπου μαέστρος ήταν ο Πάναγιώτης Τούντας, ο οποίος ενθάρρυνε τον Τσιτσάνη να γράφει συνεχώς, αφού, όπως έλεγε, όλα τα τραγούδια του νεαρού συνθέτη είναι αριστουργήματα. Χαρακτηριστικά έχουν μείνει τα λόγια του Τούντα, ο οποίος, παρουσία και άλλων μουσικών και τεχνικών στα στούντιο της «Κολούμπια» το 1939, όταν του έπαιξε ο Τσιτσάνης ένα οργανικό κομμάτι το «Ατελείωτο», ο μαέστρος συγκινημένος του είπε: «Αυτό παιδί μου, Τσιτσάνη, είναι συμφωνικό έργο, είναι κονσέρτο, είναι θαύμα, αριστούργημα...». Τα περισσότερα από τα 153 τραγούδια του, αυτές τις περίφημες λαϊκές καντάδες, μεταξύ 1937 και 1940, ερμήνευσε ο Στράτος Παγιουμτζής, με τον συνθέτη δεύτερη φωνή, καθώς και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Νταίζη Σταυροπούλου, ενώ έκπληξη είχε χαρακτηρισθεί το 1937, όταν μια Ισπανίδα σοπράνο, η Ελβίρα Ιντάλγκο-Κάκκη (η οποία για ένα μικρό διάστημα υπήρξε καθηγήτρια της Μαρίας Κάλλας) τραγούδησε τη σύνθεση του Τσιτσάνη «Μαντήλι χρυσοκέντητο».
Η προπολεμική τριετία, αλλά και η Κατοχή, που έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, ήταν οριακή όχι μόνο για το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι που βρήκε τον κύριο εκφραστή του για μισόν αιώνα, αλλά και για τον ίδιο, ο οποίος έπειτα από αρραβώνα 19 μηνών παντρεύτηκε, τον Ιούλιο του 1942, τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά. Κουμπάρος, ο διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μονοχουντής, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μετά τον γάμο του ο Τσιτσάνης άνοιξε, με τον κουνιάδο του ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης (Παύλου Μελά 22), ενώ έμενε σε απέναντι διαμέρισμα. Το ουζερί λειτουργούσε τους χειμερινούς μήνες. Τα καλοκαίρια ο Τσιτσάνης έπαιζε σε άλλες ταβέρνες, ενώ έκανε περιοδείες και στις γύρω περιοχές, όπως στη Χαλκιδική. Το 1943, πήγε και έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα «Καύτσουρα του Δαλαμάγκα», όπου έγραψε το περίφημο «Μπαξέ Τσιφλίκι» κι ύστερα την «Αθηναίισσα», τις «Αραπίνες» τα «Πέριξ», το «Μπλόκο» και τη «Λιτανεία», «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», «Στου Αλευρά τη μάντρα».
Στου Αλευρά τη μάντρα
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ο Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του» επισημαίνει ότι: «Παραμένει ανεξήγητο ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Πώς παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μονοχουντή έγραψε, το 1944, τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης, κρυφά στο ουζερί του, μέχρι το 1946, που το εγκατέλειψε και γύρισε στην Αθήνα, όταν ξανάνοιξαν οι δισκογραφικές εταιρείες».
Το ένα από τα δύο τραγούδια για την αντίσταση έχει τίτλο «Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ»
«Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά παιδιά
¬το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς...
Από το 1946 αρχίζει πλέον η δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που κρατά 37 χρόνια αδιάκοπα, δηλαδή μέχρι την αρρώστια και τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα πρώτα 15, είναι τόσο μεστά από δημιουργικές αλλαγές, που αλλάζουν τον ρουν όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και το ύφος της διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει να γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες με νέα πλέον ονόματα (Τάκης Μπίνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Ντάλια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυσάφη), αλλά και με τους παλιότερους συνεργάτες του (Στράτο Παγιουμτζή, Ιωάννα Γεωργακοπούλου), με κορυφαία στιγμή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ένα μεγάλο τραγούδι για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Έχουν γίνει διάφορα σχόλια, που ωστόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο συνθέτης συνεργάσθηκε σε κάποιο από τα κουπλέ με τον εκ Λαρίσης στιχουργό Αλέκο Γκούβερη, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σήμερα από την ΑΕΠΙ (Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας) από την οποία, εκτός των κληρονόμων του Βασίλη Τσιτσάνη, παίρνουν κάποιο αναλογούν ποσοστό, κληρονόμοι του Γκούβερη.
Εκτός όμως από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που αποτελεί ορόσημο για το κοινωνικολαϊκό τραγούδι, ο Τσιτσάνης μεταξύ 1946 και 1955 έγραψε εκατοντάδες ακόμη τραγούδια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχόμενο. Δεν έφερε μόνο αλλαγές στο στούντιο, αλλά και στο πάλκο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο, με σολίστ τη συνεργάτιδά του Βαγγελιώ Μαργαρώνη, είχε για ακορντεονίστα τον Γιώργο Κουλαξίζη, ανέδειξε νέους και σπουδαίους μπουζουκτσήδες.
Ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949-1954). Εμφανίσθηκαν για μεγάλα διαστήματα στου «Μαρίνου», στου «Τζίμη του Χοντρού», στην «Τριάνα», στη «Λουζιτάνια», στο «Ροσινιόλ». Αργότερα έδωσε εντυπωσιακό «παρών» στη δισκογραφία των 45 στροφών με τα μεγάλα ονόματα όπως: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγελόπουλος, Σεβάς Χανούμ, Δούκισσα, Σακελλαρίου, Ντάλμα. Η μεταπολεμική δισκογραφία του Τσιτσάνη, σφραγίζεται από εκατοντάδες επιτυχίες που έχουν ερμηνεύσει 103 τραγουδιστές. «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Το σκαλοπάτι σου», «Αχάριστη», «Οι φάμπρικες», «Ο τραυματίας», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Καΐκι μου Αϊ-Νικόλα», «Ο τσολιάς», «Τρελός Τσιγγάνος», «Κάτσε ν' ακούσεις μία πενιά», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π' αγαπώ», «Ζαΐρα», «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Της Γερακίνας γιος», «Το βαπόρι απ' την Περσία». Το 1979 στο «Χάραμα», όπου εμφανιζόταν ώς τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ηχογράφησε στις 33 στροφές έναν δίσκο για την UNESCO σε ζωντανή εκτέλεση με πέντε όργανα και με σιγόντο της Ελένης Γεράνη.
Για τον Βασίλη Τσιτσάνη και το έργο του, πολλά έχουν γραφεί. Η απλότητα, ο αυθορμητισμός, η γνώση, το ταλέντο και κυρίως το μουσικό ένστικτο χαρακτήριζαν τον Βασίλη Τσιστάνη ως συνθέτη και ως άνθρωπο που κρατήθηκε στην κορυφογραμμή του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού, μαζί με το λαϊκό μας τραγούδι, αδιάκοπα επί 50 χρόνια.
Όταν στα κέντρα σε πηγαίνω
Ο Τσιτσάνης αναμόρφωσε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό (και όχι μόνο) λαϊκό τραγούδι. Ως δεξιοτέχνης και μαέστρος έδωσε νέες κατευθύνσεις στη λαϊκή ορχήστρα, δίδαξε στους τραγουδιστές νέους τρόπους ερμηνείας και με τα τραγούδια του, έδωσε νέους προσανατολισμούς στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας τον ρόλο του ρεφρέν».
Ο θάνατος του Τσιτσάνη ανήμερα των γενεθλίων του, την 18η Ιανουαρίου 1984, στο Λονδίνο, άφησε ένα τεράστιο κενό στον χώρο της λαϊκής μουσικής, αλλά και ένα έργο μεγαλόπνοο, υποθήκη για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του. Κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας. Ανέστησε με το τραγούδι του το λαϊκό αίσθημα. Ήταν ο αληθινός ζωγράφος της λαϊκής μουσικής. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχει και το έργο του Τσιτσάνη.
Κύρια πηγή ο αείμνηστος μελετητής του λαϊκού τραγουδιού Πάνος Γεραμάνης
Τα πρώτα μουσικά ακούσματα ήταν από μια ιταλική μάντολα που είχε ο πατέρας του, ο οποίος όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε και τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Έτσι μπολιάστηκε μουσικά ο μικρός Βασίλης. Όταν τελείωσε το Δημοτικό άρχισε να παίζει με το μαντολίνο του πατέρα του. Σε κάποιες σχολικές γιορτές στα Τρίκαλα έπαιξε επίσημα κάποια κομμάτια με βιολί, ενώ διηύθυνε και σχολικές συναυλίες. Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Βασίλης Τσιτσάνης μπαίνει για τα καλά στη βιοπάλη της ζωής αλλά, παράλληλα, αρχίζει αθόρυβα, μα πολύ δημιουργικά, η πορεία του στη μουσική σκηνή. Τα πρώτα του μαθήματα πήρε από έναν Ιταλό μαέστρο, τον Γκιόσα, που εκείνη την περίοδο πήγαινε τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα, με το Τρίο Μπαρόνι από τη Ρώμη. Ο Τσιτσάνης, 12 ετών, έπαιζε μαζί τους βιολί, στα διαλείμματα του κινηματογράφου «Πανελλήνιον», στις προβολές των βωβών ταινιών.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο Τσιτσάνης εξοικειωνόταν όλο και περισσότερο με τη μάντολα του πατέρα του, που της είχε μακρύνει το «μανίκι» (ή το χέρι) και την είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Σε ηλικία 14 χρόνων αυτοσχεδίαζε και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια, επηρεασμένος κυρίως από τον Βαγγέλη Παπάζογλου και τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Μέσα από προσωπικές αφηγήσεις του Βασίλη Τσιτσάνη φαίνεται καθαρά ότι η μεγάλη πορεία του δρομολογείται από τα Τρίκαλα και είναι δεμένη με τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Τα πρώτα του τραγούδια συνδέονται με τους πρώτους έρωτές του. Η παρθενική του εμφάνιση ως μπουζουκτσής τον ενθάρρυνε και τον τόνωσε, ενώ του έκοψε τα φτερά ο θάνατος του πατέρα του. Οι περιπέτειες που είχε στο Γυμνάσιο με τους καθηγητές του, τον προβλημάτισαν και τον έκαναν πιο δυνατό σαν χαρακτήρα, αλλά και πιο προσεκτικό στη συμπεριφορά του.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο με έναν καθηγητή του, όταν ο Τσιτσάνης, μαθητής ακόμα, είχε γράψει το τραγούδι «Μες στην Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι». Το έπαιξε και το τραγούδησε με τ' άλλα παιδιά της τάξης του σε μία εκδρομή. Ο καθηγητής πειράχτηκε πολύ, κάλεσε τον Βασίλη στο γραφείο του και του είπε: «Ώστε έτσι, κύριε Τσιτσάνη! Η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο να μας το δείξεις πού είναι». Τον άφησε μετεξεταστέο στη Γεωγραφία. Και ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένα καλοκαίρι ολόκληρο το πέρασε κάτω από τη μουριά του σπιτιού του, με το μπουζούκι και το βιβλίο της Γεωγραφίας.
Στη διαδρομή του από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο ο μικρός τότε Βασίλης Τσιτσάνης, εκτός από το πάθος του για τη λαϊκή μουσική, είχε αφοσιωθεί στον κλασικό αθλητισμό και στο ποδόσφαιρο. Αγωνίσθηκε και σημείωσε θαυμάσιες επιδόσεις (μαθητικά ρεκόρ) με τα χρώματα του Γ.Σ. Τρικάλων. Στις 26 Μαΐου 1929 ήρθε πρώτος στο άλμα τριπλούν με 11.41 μ. και κατέκτησε το «Χρυσό Καλαμάρι», έπαθλο που είχε αθλοθετήσει εκείνη την εποχή ο Δήμος Τρικάλων.
Ο Δημ. Περδικόπουλος |
Με πικρές αναμνήσεις από τα Τρίκαλα, ο Βασίλης Τσιτσάνης στα τέλη του 1935 με αρχές του 1936 κατεβαίνει στην Αθήνα, με στόχο να σπουδάσει νομικά. Το όνειρό του όμως να γίνει δικηγόρος δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι συνθήκες τότε ήταν άνισες και η ζωή στην πρωτεύουσα πολύ δύσκολη και μάλιστα για έναν νέο από επαρχία. Για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα (ενοίκιο - φαγητό), άρχισε να εργάζεται με το μπουζούκι του στο κέντρο «Μπιζέλια» της οδού Λένορμαν στον Κολωνό και αργότερα σ' ένα μπαρ, «Το Κουκλάκι», στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού.
Τότε γνωρίσθηκε με τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο που τραγουδούσε σμυρναίικα και δημοτικά. Αυτή η γνωριμία τον οδήγησε στο στούντιο και στις πρώτες του φωνογραφήσεις δίσκων 78 στροφών. Ήταν αρχές του 1937, και ο Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι και συνοδεύει τον Περδικόπουλο, στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα». Ενώ στην πίσω πλευρά του δίσκου υπάρχει το πρώτο του τραγούδι. Ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε». Σε λίγες ημέρες ακολουθεί στην ίδια εταιρεία, την «ΟΝΤΕΟΝ», με μαέστρο τον Σπύρο Περιστέρη, το δεύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη «Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα» με ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη, σημαντική τραγουδίστρια σμυρναίικων τραγουδιών (αδελφή της Ρίτας Αμπατζή).
Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα
Παράλληλα ο Τσιτσάνης εργάζεται και σε μία ταβέρνα κοντά στον σταθμό Λαρίσης, στον «Πλάτανο», όπου πήγαιναν πολλοί φοιτητές για να τον ακούσουν που έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε. Παρά το γεγονός ότι έκανε μεγάλη επιτυχία με τα πρώτα του τραγούδια, χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος για να ξαναμπεί στο στούντιο. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Όμως η τριετία 1937-1940, που συνέπεσε με τη στρατιωτική θητεία του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την παραμονή του για αρκετό διάστημα εκεί, όπου και παντρεύτηκε με τη Ζωή Σαμαρά (απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα), ήταν καθοριστική για την πορεία του, αλλά και γενικότερα για το ανόθευτο λαϊκό μας τραγούδι. Τότε (μεταξύ 20 και 23 χρόνων δηλαδή την προπολεμική περίοδο), έγραψε 153 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία σημείωσαν τεράστια επιτυχία. «Αρχόντισσα» «Μαριώ», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Δύο χρόνια σ' αγαπώ», «Τσιγγάνα μου γλυκιά», «Καμαριέρα», «Ζωίτσα μου μικρή», «Καλαμπακιώτισσα», «Τάγμα τηλεγραφητών», «Μαντήλι χρυσοκέντητο» και δεκάδες άλλα τραγούδια, από τα οποία ο Τσιτσάνης πολλά είχε αρχίσει να γράφει από τα Τρίκαλα ή και από την Αθήνα, αλλά τα «χτένισε» και τα ολοκλήρωσε στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς τους την τελική τους φόρμα.
Με τη Μαρίκα Νίνου |
Η προπολεμική τριετία, αλλά και η Κατοχή, που έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, ήταν οριακή όχι μόνο για το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι που βρήκε τον κύριο εκφραστή του για μισόν αιώνα, αλλά και για τον ίδιο, ο οποίος έπειτα από αρραβώνα 19 μηνών παντρεύτηκε, τον Ιούλιο του 1942, τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά. Κουμπάρος, ο διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μονοχουντής, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μετά τον γάμο του ο Τσιτσάνης άνοιξε, με τον κουνιάδο του ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης (Παύλου Μελά 22), ενώ έμενε σε απέναντι διαμέρισμα. Το ουζερί λειτουργούσε τους χειμερινούς μήνες. Τα καλοκαίρια ο Τσιτσάνης έπαιζε σε άλλες ταβέρνες, ενώ έκανε περιοδείες και στις γύρω περιοχές, όπως στη Χαλκιδική. Το 1943, πήγε και έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα «Καύτσουρα του Δαλαμάγκα», όπου έγραψε το περίφημο «Μπαξέ Τσιφλίκι» κι ύστερα την «Αθηναίισσα», τις «Αραπίνες» τα «Πέριξ», το «Μπλόκο» και τη «Λιτανεία», «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», «Στου Αλευρά τη μάντρα».
Στου Αλευρά τη μάντρα
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ο Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του» επισημαίνει ότι: «Παραμένει ανεξήγητο ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Πώς παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μονοχουντή έγραψε, το 1944, τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης, κρυφά στο ουζερί του, μέχρι το 1946, που το εγκατέλειψε και γύρισε στην Αθήνα, όταν ξανάνοιξαν οι δισκογραφικές εταιρείες».
Το ένα από τα δύο τραγούδια για την αντίσταση έχει τίτλο «Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ»
«Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά παιδιά
¬το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς...
Με τη Σωτηρία Μπέλλου |
Από το 1946 αρχίζει πλέον η δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που κρατά 37 χρόνια αδιάκοπα, δηλαδή μέχρι την αρρώστια και τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα πρώτα 15, είναι τόσο μεστά από δημιουργικές αλλαγές, που αλλάζουν τον ρουν όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και το ύφος της διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει να γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες με νέα πλέον ονόματα (Τάκης Μπίνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Ντάλια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυσάφη), αλλά και με τους παλιότερους συνεργάτες του (Στράτο Παγιουμτζή, Ιωάννα Γεωργακοπούλου), με κορυφαία στιγμή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ένα μεγάλο τραγούδι για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Έχουν γίνει διάφορα σχόλια, που ωστόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο συνθέτης συνεργάσθηκε σε κάποιο από τα κουπλέ με τον εκ Λαρίσης στιχουργό Αλέκο Γκούβερη, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σήμερα από την ΑΕΠΙ (Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας) από την οποία, εκτός των κληρονόμων του Βασίλη Τσιτσάνη, παίρνουν κάποιο αναλογούν ποσοστό, κληρονόμοι του Γκούβερη.
Εκτός όμως από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που αποτελεί ορόσημο για το κοινωνικολαϊκό τραγούδι, ο Τσιτσάνης μεταξύ 1946 και 1955 έγραψε εκατοντάδες ακόμη τραγούδια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχόμενο. Δεν έφερε μόνο αλλαγές στο στούντιο, αλλά και στο πάλκο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο, με σολίστ τη συνεργάτιδά του Βαγγελιώ Μαργαρώνη, είχε για ακορντεονίστα τον Γιώργο Κουλαξίζη, ανέδειξε νέους και σπουδαίους μπουζουκτσήδες.
Ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949-1954). Εμφανίσθηκαν για μεγάλα διαστήματα στου «Μαρίνου», στου «Τζίμη του Χοντρού», στην «Τριάνα», στη «Λουζιτάνια», στο «Ροσινιόλ». Αργότερα έδωσε εντυπωσιακό «παρών» στη δισκογραφία των 45 στροφών με τα μεγάλα ονόματα όπως: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγελόπουλος, Σεβάς Χανούμ, Δούκισσα, Σακελλαρίου, Ντάλμα. Η μεταπολεμική δισκογραφία του Τσιτσάνη, σφραγίζεται από εκατοντάδες επιτυχίες που έχουν ερμηνεύσει 103 τραγουδιστές. «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Το σκαλοπάτι σου», «Αχάριστη», «Οι φάμπρικες», «Ο τραυματίας», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Καΐκι μου Αϊ-Νικόλα», «Ο τσολιάς», «Τρελός Τσιγγάνος», «Κάτσε ν' ακούσεις μία πενιά», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π' αγαπώ», «Ζαΐρα», «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Της Γερακίνας γιος», «Το βαπόρι απ' την Περσία». Το 1979 στο «Χάραμα», όπου εμφανιζόταν ώς τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ηχογράφησε στις 33 στροφές έναν δίσκο για την UNESCO σε ζωντανή εκτέλεση με πέντε όργανα και με σιγόντο της Ελένης Γεράνη.
Όταν στα κέντρα σε πηγαίνω
Ο Τσιτσάνης αναμόρφωσε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό (και όχι μόνο) λαϊκό τραγούδι. Ως δεξιοτέχνης και μαέστρος έδωσε νέες κατευθύνσεις στη λαϊκή ορχήστρα, δίδαξε στους τραγουδιστές νέους τρόπους ερμηνείας και με τα τραγούδια του, έδωσε νέους προσανατολισμούς στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας τον ρόλο του ρεφρέν».
Ο θάνατος του Τσιτσάνη ανήμερα των γενεθλίων του, την 18η Ιανουαρίου 1984, στο Λονδίνο, άφησε ένα τεράστιο κενό στον χώρο της λαϊκής μουσικής, αλλά και ένα έργο μεγαλόπνοο, υποθήκη για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του. Κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας. Ανέστησε με το τραγούδι του το λαϊκό αίσθημα. Ήταν ο αληθινός ζωγράφος της λαϊκής μουσικής. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχει και το έργο του Τσιτσάνη.
Κύρια πηγή ο αείμνηστος μελετητής του λαϊκού τραγουδιού Πάνος Γεραμάνης
Μερικές παρατηρήσεις για το άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Β.Τσιτσάνης ηχογραφεί για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1936 το κομμάτι "Σ΄ένα ντεκέ ΜΠΟΥΚΑΡΑΜΕ" ODEON-GO-2430/GA-1929. Το τραγούδι "Να γιατί περνώ" ODEON GO-2639/GA-7005 και όχι "Να γιατί γυρνώ μες την Αθήνα" ηχογραφείται στο τέλος του 1936 και όχι μερικές μέρες μετά όπως αναφέρει το άρθρο.
Για το πόσα ακριβώς προπολεμικά ηχογράφησε, ο αριθμός είναι από 98 ως 120 ανάλογα τον ερευνητή. Και ας είναι για 2 χρόνια φαντάρος στην Θεσσαλονίκη (Μάρτιος-1938/Μάρτιος-1940). 153 όμως δεν προκύπτει από την δισκογραφία. Κάποια από αυτά στις ετικέτες των δίσκων μπήκαν σε ονόματα άλλων.
Είναι αναληθές ότι εκτός από τα 3 πρώτα του τραγούδια όλα τα άλλα ηχογραφήθηκαν στις 2 εταιρείες που αναφέρεται στο ρεπορτάζ. Ηχογραφεί πριν τον πόλεμο και στις 4 δισκογραφικές ετιαρείες της εποχής.ODEON-PARLOPHONE-COLUMBIA-HMV.
Επίσης Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο δεν υπάρχει σε τραγούδια του Τσιτσάνη. Η τραγουδίστρια είναι η εκ Δράμας ορμώμενη Ελβίρα Κάκκη.
Ευχαριστούμε θερμά για τις επισημάνσεις.
Διαγραφή