Το δημοτικό τραγούδι γεννήθηκε στο περιβάλλον της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Είναι μια μουσικοποιητική δημιουργία με συλλογικό χαρακτήρα. Η δημοτική ποίηση αντλεί όλα τα στοιχεία από την προφορική λογοτεχνική παράδοση και από την ανάγκη των ανθρώπων να εκφράσουν τις χαρές και τους καημούς τους συνδεόμενες πάντα με τις όψεις της κοινωνικής δραστηριότητας κάθε εποχής. Όχι σπάνια εντυπωσιάζει η ανεπτυγμένη συναισθηματικότητα της ποίησης αυτής, η οποία κατά κανόνα παρατηρείται σε περισσότερο εξελιγμένες αγροτικές κοινωνίες, όπου το τραγούδι δεν έχει χάσει τον ομαδικό και λειτουργικό του χαρακτήρα, ειδικά όταν οι κοινωνίες αυτές παραμένουν κλειστές.
Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης προσδιόρισε τον ομαδικό χαρακτήρα των δημοτικών τραγουδιών διευκρινίζοντας παράλληλα ότι αυτό δεν σημαίνει πως σχηματίζονταν «εν συνεργασία», από το σύνολο της ομάδας. Πάντα υπήρχε ένα άτομο προικισμένο το οποίο, υπό την επήρεια κάποιας συναισθηματικής διάθεσης, «ταίριαζε» ένα τραγούδι και, αν είχε το μουσικό χάρισμα, το «έντυνε» μουσικά, διαφορετικά το προσάρμοζε σε κάποια από τις ήδη γνωστές μελωδίες. Το τραγούδι διαδιδόταν σύντομα μέσα στην κοινότητα αλλά και έξω από τα όριά της, καθώς μέλη της το μετέφεραν κατά τα εμπορικά ή άλλα ταξίδια τους. Κατά τη μετανάστευσή του αυτή το τραγούδι δεχόταν διάφορες τροποποιήσεις τοπικού ή άλλου χαρακτήρα και έτσι προέκυπταν οι παραλλαγές του.
Η χρονολόγηση των δημοτικών τραγουδιών είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη, με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες που αναφέρονται σε συγκεκριμένα γνωστά ιστορικά ή άλλα γεγονότα, ώστε η δημιουργία τους είναι λογικό να τοποθετείται αμέσως μετά τη δεδομένη χρονολογία. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Σαρλ Κλοντ Φωριέλ (1772-1844), παρακολουθώντας τη λέξη τραγούδι ως τον 8ο μ.Χ. αιώνα, εντόπισε ίχνη εθιμικού τραγουδιού (χελιδόνισμα) στον Αθήναιο, ενώ ο ιστορικός και λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης (1887-1964) υποστήριξε ότι ορισμένες παραλογές έρχονται από τη δραματική ποίηση της ελληνικής αρχαιότητας μέσω του ρωμαϊκού παντομίμου των αυτοκρατορικών χρόνων. Στον παντόμιμο, το κείμενο των δραμάτων είχε υποκαταστήσει η μιμική παράσταση, συνοδευόμενη από ένα τραγούδι που απέδιδε κάθε φορά περιληπτικά την υπόθεση (γνωστή ήταν η έκφραση «άδειν τραγωδίας»). Η μεγάλη δημοτικότητα του ρωμαϊκού παντομίμου συνετέλεσε ώστε τα τραγούδια του να γίνουν ιδιαίτερα αγαπητά στις λαϊκές μάζες, που τα τραγουδούσαν σε κοινωνικές εκδηλώσεις και προπάντων στους γάμους, προκαλώντας την οργή των Πατέρων της Εκκλησίας.
Όσον αφορά τη μετρική των δημοτικών τραγουδιών, ο συνηθέστατος στίχος τους είναι ο ιαμβικός 15σύλλαβος ενώ υπάρχουν και στίχοι ιαμβικοί και τροχαϊκοί 7σύλλαβοι, 8σύλλαβοι, 10σύλλαβοι, 11σύλλαβοι, 12σύλλαβοι, 13σύλλαβοι. Ο 15σύλλαβος διασπάται σε 8σύλλαβο και 7σύλλαβο εξαιτίας των τσακισμάτων ή γυρισμάτων, τα οποία είναι σπουδαίοι παράγοντες στη μελωδία των τραγουδιών.
Την πρώτη συστηματική θεματική κατάταξη των δημοτικών τραγουδιών έκανε ο Νικόλαος Πολίτης, ορίζοντας τις εξής κατηγορίες:
● Ιστορικά. Τραγούδια που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα.
● Κλέφτικα. Τα έπλαθαν και τα έλεγαν συνήθως λαϊκοί τραγουδιστές, στα χρόνια της δράσης των Κλεφτών και κοιτίδα τους ήταν η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος.
● Ακριτικά. Διακρίνονται από τα πλούσια χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού και ιδιαίτερα για την πνοή τους, την ηρωική και πολεμική αναφορά τους, την πυκνότητα αλλά και τη λιτότητα του λόγου καθώς και για την πλαστική τους δύναμη.
● Παραλογές Τραγούδια διηγηματικά με υπόθεση και με δυσάρεστο και θλιβερό κατά κανόνα τέλος.
● Της αγάπης, στα οποία ανήκουν και πολλά λιανοτράγουδα (δίστιχα κατά κανόνα ομοιοκατάληκτα, όχι απαραιτήτως ερωτικά).
● Νυφιάτικα, κυρίως τα τραγούδια συνόδευαν γαμήλιες τελετές.
● Ναναρίσματα. Περιέχουν μερικές από τις πιο ποιητικές και λυρικές εικόνες της δημοτικής ποίησης.. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιώργος Σεφέρης, στον γνωστό διάλογό του με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο για το νόημα της ποίησης, υποστηρίζοντας τις νεωτεριστικές του θέσεις παρέθεσε ένα δημοτικό νανάρισμα.
● Της ξενιτιάς. Μία από τις εκφραστικότερες κατηγορίες, καθώς διεκτραγωδείται με ποιητική πυκνότητα η διαρκής πληθυσμιακή αιμορραγία του ελληνικού λαού.
● Μοιρολόγια και Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου. Ο Πολίτης «διχοτομεί» την κατηγορία αυτή, τοποθετώντας στα πρώτα τραγούδια για συγκεκριμένες περιπτώσεις θανάτου κάθε φορά και στη δεύτερη τα άλλα τραγούδια του θανάτου, όπως «Του Λεβέντη και του Χάρου» ή της «Λυγερής και του Χάρου».
Και ακόμη, Γνωμικά τραγούδια, Εργατικά και βλάχικα, Περιγελαστικά.
● Ριζίτικα της Κρήτης. Μια κατηγορία τραγουδιών που έχει προκαλέσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της έρευνας λόγω της πρωτοτυπίας και της αρχαϊκότητας, κυρίως της μουσικής τους. Πρόκειται για τραγούδια που τραγουδούσαν μόνον άντρες ενώ είναι φωνητικά: οι κάτοικοι των Λευκών Ορέων (Μαδάρες) δεν έπαιζαν μουσικά όργανα και γι’ αυτό καλούσαν για τους γάμους και τις γιορτές τους οργανοπαίκτες από τα Χανιά, το Καστέλι Κισάμου και από αλλού. Σύμφωνα με τον Ελβετό μουσικολόγο Baud-Bovy υπάρχει μια ορισμένη σχέση των ριζίτικων με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική.
Ο πρώτος συλλογέας δημοτικών τραγουδιών θεωρείται ο Θεόδωρος Μανούσης. Ο Μανούσης το 1814 βοήθησε τον Γερμανό Werner von Haxthausen να καταρτίσει συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που τα μετέφρασε κιόλας και τα έδειξε στον Γκαίτε προκαλώντας τον ενθουσιασμό του. Η προσπάθεια να τυπωθεί η χειρόγραφη αυτή συλλογή δεν ευοδώθηκε τότε, έτσι πρώτος εκδότης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγινε ο Φωριέλ (είχε προηγηθεί και προσπάθεια του Γάλλου εκδότη του «Χρονικού του Μορέως» J. A. Buchon, το 1821-1822, που επίσης δεν ευοδώθηκε).
Πηγή: εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ
Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης προσδιόρισε τον ομαδικό χαρακτήρα των δημοτικών τραγουδιών διευκρινίζοντας παράλληλα ότι αυτό δεν σημαίνει πως σχηματίζονταν «εν συνεργασία», από το σύνολο της ομάδας. Πάντα υπήρχε ένα άτομο προικισμένο το οποίο, υπό την επήρεια κάποιας συναισθηματικής διάθεσης, «ταίριαζε» ένα τραγούδι και, αν είχε το μουσικό χάρισμα, το «έντυνε» μουσικά, διαφορετικά το προσάρμοζε σε κάποια από τις ήδη γνωστές μελωδίες. Το τραγούδι διαδιδόταν σύντομα μέσα στην κοινότητα αλλά και έξω από τα όριά της, καθώς μέλη της το μετέφεραν κατά τα εμπορικά ή άλλα ταξίδια τους. Κατά τη μετανάστευσή του αυτή το τραγούδι δεχόταν διάφορες τροποποιήσεις τοπικού ή άλλου χαρακτήρα και έτσι προέκυπταν οι παραλλαγές του.
Η χρονολόγηση των δημοτικών τραγουδιών είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη, με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες που αναφέρονται σε συγκεκριμένα γνωστά ιστορικά ή άλλα γεγονότα, ώστε η δημιουργία τους είναι λογικό να τοποθετείται αμέσως μετά τη δεδομένη χρονολογία. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Σαρλ Κλοντ Φωριέλ (1772-1844), παρακολουθώντας τη λέξη τραγούδι ως τον 8ο μ.Χ. αιώνα, εντόπισε ίχνη εθιμικού τραγουδιού (χελιδόνισμα) στον Αθήναιο, ενώ ο ιστορικός και λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης (1887-1964) υποστήριξε ότι ορισμένες παραλογές έρχονται από τη δραματική ποίηση της ελληνικής αρχαιότητας μέσω του ρωμαϊκού παντομίμου των αυτοκρατορικών χρόνων. Στον παντόμιμο, το κείμενο των δραμάτων είχε υποκαταστήσει η μιμική παράσταση, συνοδευόμενη από ένα τραγούδι που απέδιδε κάθε φορά περιληπτικά την υπόθεση (γνωστή ήταν η έκφραση «άδειν τραγωδίας»). Η μεγάλη δημοτικότητα του ρωμαϊκού παντομίμου συνετέλεσε ώστε τα τραγούδια του να γίνουν ιδιαίτερα αγαπητά στις λαϊκές μάζες, που τα τραγουδούσαν σε κοινωνικές εκδηλώσεις και προπάντων στους γάμους, προκαλώντας την οργή των Πατέρων της Εκκλησίας.
Όσον αφορά τη μετρική των δημοτικών τραγουδιών, ο συνηθέστατος στίχος τους είναι ο ιαμβικός 15σύλλαβος ενώ υπάρχουν και στίχοι ιαμβικοί και τροχαϊκοί 7σύλλαβοι, 8σύλλαβοι, 10σύλλαβοι, 11σύλλαβοι, 12σύλλαβοι, 13σύλλαβοι. Ο 15σύλλαβος διασπάται σε 8σύλλαβο και 7σύλλαβο εξαιτίας των τσακισμάτων ή γυρισμάτων, τα οποία είναι σπουδαίοι παράγοντες στη μελωδία των τραγουδιών.
Την πρώτη συστηματική θεματική κατάταξη των δημοτικών τραγουδιών έκανε ο Νικόλαος Πολίτης, ορίζοντας τις εξής κατηγορίες:
● Ιστορικά. Τραγούδια που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα.
● Κλέφτικα. Τα έπλαθαν και τα έλεγαν συνήθως λαϊκοί τραγουδιστές, στα χρόνια της δράσης των Κλεφτών και κοιτίδα τους ήταν η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος.
Κλέφτικο - Σαν πας πουλί μου στο Μοριά (Γιώργος Παπασιδέρης)
● Ακριτικά. Διακρίνονται από τα πλούσια χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού και ιδιαίτερα για την πνοή τους, την ηρωική και πολεμική αναφορά τους, την πυκνότητα αλλά και τη λιτότητα του λόγου καθώς και για την πλαστική τους δύναμη.
● Παραλογές Τραγούδια διηγηματικά με υπόθεση και με δυσάρεστο και θλιβερό κατά κανόνα τέλος.
● Της αγάπης, στα οποία ανήκουν και πολλά λιανοτράγουδα (δίστιχα κατά κανόνα ομοιοκατάληκτα, όχι απαραιτήτως ερωτικά).
● Νυφιάτικα, κυρίως τα τραγούδια συνόδευαν γαμήλιες τελετές.
● Ναναρίσματα. Περιέχουν μερικές από τις πιο ποιητικές και λυρικές εικόνες της δημοτικής ποίησης.. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιώργος Σεφέρης, στον γνωστό διάλογό του με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο για το νόημα της ποίησης, υποστηρίζοντας τις νεωτεριστικές του θέσεις παρέθεσε ένα δημοτικό νανάρισμα.
● Της ξενιτιάς. Μία από τις εκφραστικότερες κατηγορίες, καθώς διεκτραγωδείται με ποιητική πυκνότητα η διαρκής πληθυσμιακή αιμορραγία του ελληνικού λαού.
● Μοιρολόγια και Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου. Ο Πολίτης «διχοτομεί» την κατηγορία αυτή, τοποθετώντας στα πρώτα τραγούδια για συγκεκριμένες περιπτώσεις θανάτου κάθε φορά και στη δεύτερη τα άλλα τραγούδια του θανάτου, όπως «Του Λεβέντη και του Χάρου» ή της «Λυγερής και του Χάρου».
Μοιρολόι (κλαρίνο Πετρολούκας Χαλκιάς)
Και ακόμη, Γνωμικά τραγούδια, Εργατικά και βλάχικα, Περιγελαστικά.
● Ριζίτικα της Κρήτης. Μια κατηγορία τραγουδιών που έχει προκαλέσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της έρευνας λόγω της πρωτοτυπίας και της αρχαϊκότητας, κυρίως της μουσικής τους. Πρόκειται για τραγούδια που τραγουδούσαν μόνον άντρες ενώ είναι φωνητικά: οι κάτοικοι των Λευκών Ορέων (Μαδάρες) δεν έπαιζαν μουσικά όργανα και γι’ αυτό καλούσαν για τους γάμους και τις γιορτές τους οργανοπαίκτες από τα Χανιά, το Καστέλι Κισάμου και από αλλού. Σύμφωνα με τον Ελβετό μουσικολόγο Baud-Bovy υπάρχει μια ορισμένη σχέση των ριζίτικων με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική.
Ριζίτικο - Στον ουρανό χορεύουνε (Νίκος Ξυλούρης)
Ο πρώτος συλλογέας δημοτικών τραγουδιών θεωρείται ο Θεόδωρος Μανούσης. Ο Μανούσης το 1814 βοήθησε τον Γερμανό Werner von Haxthausen να καταρτίσει συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που τα μετέφρασε κιόλας και τα έδειξε στον Γκαίτε προκαλώντας τον ενθουσιασμό του. Η προσπάθεια να τυπωθεί η χειρόγραφη αυτή συλλογή δεν ευοδώθηκε τότε, έτσι πρώτος εκδότης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγινε ο Φωριέλ (είχε προηγηθεί και προσπάθεια του Γάλλου εκδότη του «Χρονικού του Μορέως» J. A. Buchon, το 1821-1822, που επίσης δεν ευοδώθηκε).
Πηγή: εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου